- ανασκευαστής
- οαυτός που ανασκευάζει επιχειρήματα ή απόψεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανασκευαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που ανασκευάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)